- χαρτοπαίγνιο(ν)
- τό1) карточная игра; 2) см. χαρτοπαικτείο[ν]; 3) пристрастие к картам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοπαίγνιο — το 1. παιχνίδι με τραπουλόχαρτα, χαρτιά. 2. χαρτοπαιξία: Τον έφαγε το χαρτοπαίγνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοπαίγνιο — το, Ν 1. παιχνίδι με τραπουλόχαρτα 2. χαρτοπαιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίγνιο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαίγνιον, μαρτυρείται από το 1809 στον Αλ. Βασιλείου] … Dictionary of Greek
άσσος — I Αρχαία πόλη της Μυσίας, απέναντι από τη Λέσβο. Πρωτεύουσα των Λελέγων πριν από το 1000 π.Χ., έγινε έπειτα αποικία των Μηθυμναίων. Κυριεύτηκε από τους Λυδούς το 560 π.Χ. και από τους Πέρσες το 549 π.Χ. Μετά τους Μηδικούς πολέμους και έως το 405… … Dictionary of Greek
ατού — το 1. (στο χαρτοπαίγνιο) το χαρτί που υπερισχύει των άλλων, που κερδίζει 2. μέσο επιτυχίας ή ισχυρό επιχείρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. atout < (πρόθεση) ὰ + tout «όλο»] … Dictionary of Greek
γκίνια — η αναποδιά, ατυχία στο χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guigne] … Dictionary of Greek
εκαρτέ — το χαρτοπαίγνιο γαλλικής προέλευσης … Dictionary of Greek
κάβα — (Αστρον.). Αστεροειδής, που επισημάνθηκε στις 21 Αυγούστου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,0 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,61. Η διεθνής ονομασία του είναι Cava 505. * … Dictionary of Greek
καραμπίνας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν πλούσιος μεγαλέμπορος, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι. Εκεί συνεργάστηκε με τον ηγεμόνα Καρατζά για την ίδρυση σχολείων. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, εργάστηκε… … Dictionary of Greek
κράχτης — ο, θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει 2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο 4. μαστροπός 5. πετεινός 6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε… … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek